- πεφιλημένον
- φιλέωloveperf part mp masc acc sgφιλέωloveperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξυφαίνω — (AM ἐξυφαίνω) μσν. νεοελλ. ξηλώνω αυτό που ύφανα νεοελλ. μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία») αρχ. 1. ολοκληρώνω την ύφανση 2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι … Dictionary of Greek